- σολοικίας
- σολοικίᾱς , σολοικίαfem acc plσολοικίᾱς , σολοικίαfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σολοικία — ἡ, Α [σόλοικος] 1. σφάλμα στη χρήση τών λέξεων ή στην ακολουθία τών προτάσεων, σολοικισμός 2. φρ. «Περὶ σολοικίας» τίτλος έργου τού Αμμωνίου … Dictionary of Greek